- ἰδιοχείρως
- ἰδιόχειροςautographedadverbialἰδιόχειροςautographedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιόχειρος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ ιδιόχειρος, ον) αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη») νεοελλ. φρ. «ιδιόχειρη επίδοση τής επιστολής» η παράδοση τής επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται μσν. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
υποχειρογραφώ — και δ. γρ < ρ. ὑποχυρογραφῶ, έω, Α υπογράφω ιδιοχείρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χειρογραφῶ «γράφω με το χέρι, υπογράφω ιδιοχείρως»] … Dictionary of Greek
ιδιόχειρος — η, ο επίρρ. ιδιόχειρα και ιδιοχείρως αυτός που γίνεται με τα ίδια τα χέρια κάποιου: Ιδιόχειρη υπογραφή. – Παρέδωσε την επιστολή ιδιοχείρως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CRUCE — subscribendi seu signum Crucis, subscriptionis vice chartis et instrumentis apponendi, ritus, passim occutrit apud Scriprores medii et citerioris aevi. De Imperatore, et penc omnibus Germaniae Galliaeque Principibus, id docet Concilium Tribur. A … Hofmann J. Lexicon universale
αυτόγραφος — η, ο (AM αὐτόγραφος, ον) Ι. ο γραμμένος με τα ίδια τα χέρια κάποιου, ιδιόχειρος II. το ουδ. ως ουσ. το αυτόγραφο (Α τὸ αὐτόγραφον) 1. νεοελλ. α) κείμενο ή κείμενα γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή προσωπικότητα β) η υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
ιδιόγραφος — η, ο (ΑΜ ιδιόγραφος, ον) 1. αυτός που γράφηκε ιδιοχείρως από κάποιον, ο αυτόγραφος («ιδιόγραφη διαθήκη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδιόγραφο(ν) το αυτόγραφο μσν. αρχ. 1. αυτός που γράφηκε ειδικά για κάποιον ή για κάτι («ψαλμός ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ»,… … Dictionary of Greek
οικειόχειρος — οἰκειόχειρος, ον (Μ) ιδιόχειρος. επίρρ... οἰκειοχείρως (Μ) 1. ιδιοχείρως 2. εκουσίως, αυθορμήτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek
προσαυτουργώ — έω, Α κάνω κάτι επί πλέον με τα ίδια μου τα χέρια («τοῡ καινόν τι προσαυτουργῆσαι», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐτουργῶ «κάνω κάτι ιδιοχείρως»] … Dictionary of Greek
συγχειρογραφώ — έω, Α 1. συντάσσω χειρόγραφο ή έγγραφο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (κυρίως) συμπράττω ως μάρτυρας ή εγγυητής σε έγγραφη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρογραφῶ «γράφω ιδιοχείρως, δίνω έγγραφη βεβαίωση»] … Dictionary of Greek